Η κατάρρευση της ελληνικής κτηνοτροφίας συνεχίζεται και το πρόβλημα φαίνεται ότι εκτός της αγελαδοτροφίας θα περιλάβει και την προβατοτροφία.
Η σημερινή ειδησιογραφία αποκαλύπτει ότι οι διαμορφωμένες τιμές πρόβιου γάλακτος είναι μη ανταγωνίσιμες σε σχέση με τις τιμές του εισαγόμενου. Αποτέλεσμα, οι βιομηχανίες να σταματούν σταδιακά να αγοράζουν ελληνικό πρόβιο γάλα, καθώς ήδη καταργήθηκε η ποσόστωση για το ντόπιο γάλα.
Το πρόβλημα στον τομέα της αγελαδοτροφίας ήταν περισσότερο αναμενόμενο. Ήταν γνωστό ότι χωρίς επιδοτήσεις και ειδικό καθεστώς για το φρέσκο γάλα, η εγχώρια αγελαδοτροφία δεν μπορεί να επιβιώσει λόγω του κόστους των ζωοτροφών. Από το 1950 μέχρι και τη δεκαετία του 80, οι ζωοτέχνες δίδασκαν στα Πανεπιστήμια ότι η αγελαδοτροφία στην Ελλάδα είναι δύσκολο να αναπτυχθεί λόγω φτωχών έως ανύπαρκτων βοσκότοπων.
Παρακάτω, η είδηση όπως μεταδίδεται σήμερα από τον ιστότοπο της ΕΡΤ και το ραδιόφωνο της ΕΡΤ1:
Κυρώσεις σε όσες Γαλακτοβιομηχανίες δεν αγοράζουν Ελληνικό γάλα και ομπρέλα προστασίας ζητούν οι Κτηνοτρόφοι από την Πολιτεία, καθώς η κατάργηση των ποσοστώσεων γάλακτος σε όλες τις χώρες της ΕΕ, και οι αγορές των ποσοτήτων που περισσεύουν από τις Ελληνικές Γαλακτοβιομηχανίες, κάνει τις τελευταίες να μην αγοράζουν τις ποσότητες που είχαν συμφωνήσει με τους Έλληνες Κτηνοτρόφους και τις ποσότητες που αγοράζουν να μειώνουν κατά πολύ τις τιμές.
Αυτό σημαίνει πως κάποιες από τις Ελληνικές Γαλακτοβιομηχανίες, χρησιμοποιούν για γάλα αλλά και στα υποπροϊόντα του συμπυκνωμένο γάλα εισαγωγής και όχι φρέσκο Ελληνικό, περιορίζοντας το κόστος, αλλά και την ποιότητα του παράγωγου προϊόντος, αφήνοντας έκθετους και απλήρωτους τους Κτηνοτρόφους.
«Ζητάμε από το κράτος να μας προστατέψει και να επιβάλλει κυρώσεις στις Γαλακτοβιομηχανίες που αθετούν την συμφωνία για την αγορά γάλακτος και για τις ποσότητες, αλλά και για τις τιμές. Ερχόμαστε σε επαφή με κυβερνητικούς και μη Βουλευτές, για να τους ενημερώσουμε. Ζητούμε και την αντίδραση του Αγοραστικού κοινού», δήλωσε στην ΕΡΑ Κομοτηνής ο πρόεδρος των Κτηνοτρόφων της Δράμας, Γιάννης Κιτσουκάκης.
Φωτογραφία: Παναγιώτης Λάλουσης